- ακτινολόγος
- ο, ηο γιατρός που έχει την ειδικότητα τής ακτινολογίας, που ασχολείται δηλ. με την ακτινοδιαγνωστική ή την ακτινοθεραπευτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινολογία, πρβλ. αγγλ. radiologist].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτινολόγος — ο, η γιατρός ειδικός στις ακτινογραφίες και στην ακτινοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακτινοσκόπος — ο, η γιατρός που εκτελεί ακτινοσκοπήσεις, ακτινολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σκόπος < σκοπός, σκοποῦμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοσκοπώ] … Dictionary of Greek
ραδιοσκόπος — ο, η, Ν ιατρ. ακτινοσκόπος, ακτινολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioscope (< λατ. radius «ακτίνα» + σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
Ρέινμπεργκ, Σαμουήλ Αρόνοβιτς — (1897 – 1966). Σοβιετικός ακτινολόγος. Καθηγητής και διδάκτορας των ιατρικών επιστημών. Αποφοίτησε από το Ιατρικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ (1921). Υπήρξε οργανωτής της πρώτης στον κόσμο έδρας παιδικής ακτινολογίας, στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο… … Dictionary of Greek